λιγνάδα

λιγνάδα
1) slenderness
2) thinness

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιγνάδα — η [λιγνός] λεπτότητα, ισχνότητα, αδυναμία …   Dictionary of Greek

  • λιγνάδα — η η ιδιότητα του λιγνού, η ισχνότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”