Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
λιγνάδα — η [λιγνός] λεπτότητα, ισχνότητα, αδυναμία … Dictionary of Greek
λιγνάδα — η η ιδιότητα του λιγνού, η ισχνότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)